- γάλιο
- (galium). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών. Φυτρώνει σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αυστραλίας και ανήκει στην οικογένεια των ρουβιιδών. Έχει λεπτό και έρπον ρίζωμα, τετραγωνικό και τριχωτό βλαστό, και φύλλα λογχοειδή ή γραμμοειδή κατά σπονδύλους. Τα άνθη του, κατά βότρεις μασχαλιαίους ή επάκριες φόβες πολύ ή λίγο πυκνές, έχουν λευκό, κίτρινο, κοκκινωπό ή πρασινωπό χρώμα. Ανθίζει από την άνοιξη έως το φθινόπωρο. Ο καρπός είναι αδιάρρηκτη δίλοβη κάψα, με δύο σπέρματα σε κάθε λοβό. Από τα 300 είδη, στην Ελλάδα απαντούν περίπου 45, από τα οποία κυριότερα είναι το βατόχορτο (γ. το γνήσιο), με ζωηρά κίτρινα και εύοσμα άνθη, η κολλιτσίδα (γ. η απαρίνη), με λευκά άνθη και φαρμακευτικές ιδιότητες, το γ. το τρικέρατο, γνωστό κι αυτό με την ονομασία κολλιτσίδα, που προτιμά ασβεστούχα εδάφη, το γ. το αμοργινό, που οφείλει την ονομασία του στο ότι φυτρώνει στις ακτές της Αμοργού, και ένα είδος που φυτρώνει στο όρος Κίσαβος (γ. της Όσσας).
Η ονομασία του γένους γ. οφείλεται στο ότι πήζει το γάλα όπως η πυτιά. Μάλιστα, το είδος γ. το γνήσιο χρησιμοποιείται σε διάφορες χώρες για την παρασκευή τυριού.
Το γάλιο είναι ποώδες φυτό της οικογένειας των ρουβιιδών· στην Ελλάδα φυτρώνουν περίπου 45 είδη του.
* * *το (Α γάλιον)γένος Αγγειόσπερμων Δικότυλων φυτών, τα οποία φυτρώνουν σε υγρά δάση, σε έλη, σε όχθες ποταμών και ακτές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. να προέρχεται από τη λ. γάλα, γιατί χρησιμοποιούνταν αντί τής πυτιάς για την πήξη τού γάλακτος. Μ' αυτή τη σημ. ο Διοσκορίδης αναφέρει δύο παράλληλους τ. γαλάτιον και γαλαίριον (ή γαλέριον). Επειδή όμως η λ. δηλώνει και ένα είδος τσουκνίδας (Πλίνιος) αντιστοιχεί στα γαληόψις, γαλεόβδολον και συνδέεται επομένως με το γαλή*. Τέλος, κατ' άλλους, πρόκειται για συντετμημένο τ. τού γαλατμόν (< γάλα + τέμνω)«λάχανον άγριον» (Ησύχ.)].
Dictionary of Greek. 2013.